ενισχυτής

ενισχυτής
Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες συσκευές ή συσκευές διαφόρων τύπων που βασίζονται σε εντελώς διαφορετικές αρχές. Οι πιο διαδεδομένοι ε. είναι οι ηλεκτρονικοί. Οι μαγνητικοί ε. χρησιμοποιούνται κυρίως σε επαγγελματικές και βιομηχανικές εφαρμογές (συστήματα αυτοματισμού). ε. με μία ζώνη συχνοτήτων. Έχει το χαρακτηριστικό ότι ενισχύει όλα τα σήματα που εμφανίζονται στην είσοδό του, οποιαδήποτε και αν είναι η συχνότητά τους. Στους ε. χαμηλής συχνότητας και υψηλής πιστότητας (ραδιόφωνα, στερεοφωνικά ηχητικά συγκροτήματα κλπ.) αναπαράγονται όλα τα ηλεκτρικά σήματα με συχνότητες που περιλαμβάνονται μέσα στα όρια της ακοής του ανθρώπου. Οι ε. αυτού του τύπου έχουν έναν ρυθμιστή έντασης για τη ρύθμιση της συνολικής απολαβής (δηλαδή του λόγου του πλάτους σήματος εξόδου προς το πλάτος σήματος εισόδου) και έναν ή δύο ρυθμιστές τόνου για την ανάδειξη των χαμηλών και υψηλών τόνων. Ε. ευρείας ή ευρύτατης ζώνης χρησιμοποιούνται συνήθως στους παλμογράφους και σε άλλα όργανα μετρήσεων και αναλύσεων. Ένας παλμογράφος μπορεί να έχει ενσωματωμένο έναν ε. που ενισχύει μερικές χιλιάδες φορές σήματα με συχνότητες που κυμαίνονται από έναν κύκλο έως περισσότερους μεγακύκλους ανά δευτερόλεπτο. Οι ε. αυτού του τύπου απαιτούν προσεκτική σχεδίαση των κυκλωμάτων και ακρίβεια ρύθμισης. ε. παροδικών τάσεων. Ενισχύει σήματα που δεν επαναλαμβάνονται γενικά σε ίσα χρονικά διαστήματα (π.χ. τα σήματα που προέρχονται από έναν απαριθμητή Γκάιγκερ). Επιπλέον, οι παλμοί αυτοί είναι πάντοτε του ίδιου σημείου, θετικοί ή αρνητικοί (αντίθετα προς τα σήματα που ενισχύουν οι άλλοι ε., όπου μια θετική ημιπερίοδος ακολουθείται από μια άλλη ίση, αλλά αρνητική). Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά προϋποθέτουν μια εξαιρετικά προσεκτική σχεδίαση των κυκλωμάτων του ε., ιδιαίτερα εάν απαιτείται μια ορισμένη σταθερά χρόνου. ηλεκτρονικός ε. Ο ε. αυτού του τύπου χρησιμοποιεί θερμιονικές λυχνίες ή κρυσταλλολυχνίες (τρανζίστορ). Στη σύγχρονη ηλεκτρονική, χρησιμοποιείται πλήθος πρακτικών ενισχυτικών διατάξεων, όπως κυκλώματα που διαθέτει το τρανζίστορ επίδρασης πεδίου (FET), το διπολικό τρανζίστορ επαφής (BJT) κ.ά. Εκτός από ενίσχυση τάσης, οι ηλεκτρονικοί ε. επιτυγχάνουν και ενίσχυση ισχύος, με δαπάνη της ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται από τοπική πηγή (δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, μπαταρίες). Ανάλογα με τα βασικά χαρακτηριστικά της κατασκευής τους και τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται, οι ηλεκτρονικοί ε. διακρίνονται σε διάφορους τύπους. συντονισμένος ε. Χρησιμοποιείται συχνά, ιδιαίτερα σε ραδιοπομπούς, και έχει προσαρμοστεί για να ενισχύει σήματα που περιλαμβάνονται σε μια στενή ζώνη συχνοτήτων. Το σπουδαιότερο πλεονέκτημα αυτών των ε. είναι ότι, με ίσο αριθμό στοιχείων (λυχνίες ή κρυσταλλολυχνίες) επιτυγχάνεται απολαβή πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που περιέχουν άλλοι τύποι ε. Η εφαρμογή τους είναι πιο εκτεταμένη: ένας κανονικός δέκτης ραδιοεκπομπών (π.χ. με διαμόρφωση πλάτους) χρησιμοποιεί έναν συντονισμένο ε. (ε. ενδιάμεσης συχνότητας) για την αύξηση της επιλεκτικότητας. Όλοι οι ε. (εκτός ειδικών περιπτώσεων) πρέπει να ανταποκρίνονται σε ορισμένες απαιτήσεις: α) γραμμικότητα: δηλαδή να έχουν τάσεις εξόδου αυστηρά ανάλογες με εκείνες της εισόδου. Για παράδειγμα, όταν διπλασιάζεται η τάση εισόδου πρέπει να διπλασιάζεται και εκείνη της εξόδου (αυτό γενικά είναι κατορθωτό για στενά όρια της τάσης εισόδου)· β) ευστάθεια: δηλαδή δεν πρέπει να εισάγουν παρασιτικές τάσεις (συριγμοί, θόρυβοι, βάθος, ταλαντώσεις). Γενικά, αυτό είναι πιο εύκολα κατορθωτό όσο πιο στενή είναι η προς ενίσχυση ζώνη συχνοτήτων· γ) σταθερότητα: ορισμένα χαρακτηριστικά που αφορούν τις επιδόσεις του ε. θα πρέπει να παραμένουν αναλλοίωτα παρά τη μακροχρόνια χρήση του. Κύκλωμα απλού ενισχυτή. Το προς ενίσχυση σήμα εισόδου προκαλεί μία μεταβολή στη συνεχή τάση που υπάρχει μεταξύ εσχάρας και καθόδου της τριόδου. Από αυτό προκύπτει μία μεταβολή της ροής των ηλεκτρονίων στο εσωτερικό της λυχνίας και επομένως μεταβολή στο ανοδικό ρεύμα. Στα άκρα της αντίστασης φορτίου η τάση ακολουθεί τις ίδιες μεταβολές, με αποτέλεσμα να αναπαράγεται ένα ενισχυμένο σήμα στην έξοδο.
* * *
ο (θηλ. ενισχύτρια) [ενισχύω]
1. αυτός που ενισχύει, που βοηθά, βοηθός, επίκουρος, συμπαραστάτης
2. (τηλεγρ.) συσκευή που χρησιμοποιείται στην ασύρματη τηλεγραφία για ενίσχυση τών ασθενών σημάτων κατά τη λήψη τους
3. (ηλεκτρον.) συσκευή που επιτυγχάνει την αύξηση τής τάσης, τής έντασης ή τής ισχύος τών ηλεκτρικών σημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενισχυτής — ο θηλ. ύτρια 1. αυτός που ενισχύει, βοηθός, υποστηρικτής. 2. (φυσ.), συσκευή που αυξάνει την ισχύ, την ένταση ή την τάση ηλεκτρικής ταλάντωσης κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • πέντοδος — και πεντάοδος, η (ηλεκτρον.) ηλεκτρονική λυχνία με πέντε ηλεκτρόδια που αποτελεί, πρακτικά, βελτίωση τής τετρόδου λυχνίας και χρησιμοποιείται ευρέως ως ενισχυτής τάσεως στη ραδιοφωνία και στους δέκτες τηλεοράσεων, αλλά είναι επίσης κατάλληλη ως… …   Dictionary of Greek

  • αναμεταδότης — ο [ἀναμεταδίδω] τεχνολ. ενισχυτής ή άλλη διάταξη που λαμβάνει εξασθενημένα σήματα και εκπέμπει ισχυρότερα αντίστοιχα σήματα με ή χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή τού σχήματος τών κυματομορφών. Οι αναμεταδότες μπορεί να είναι μονής ή διπλής κατευθύνσεως… …   Dictionary of Greek

  • ενίσχυση — η (Μ ένίσχυσις) [ενισχύω] βοήθεια, βοήθημα, ισχυροποίηση, ενδυνάμωμα νεοελλ. 1. στήριγμα, υποστήριγμα («η στέγη χρειάζεται ενίσχυση») 2. πρόσθετη αποστολή βοηθητικού σώματος στρατού 3. συνεκδ. τμήμα στρατού που ακολουθεί σε μικρή απόσταση τη… …   Dictionary of Greek

  • ενισχυτικός — ή, ό αυτός που βοηθεί, τονώνει, δυναμώνει, παρέχει ενίσχυση, ο επικουρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενισχυτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • κυριώ — κυριῶ, όω (Α, Μ κυριώνω) [κύριος] μσν. 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, επικυρώνω 2. δίνω κύρος σε κάποιον ή σε κάτι 3. πραγματοποιώ, εκπληρώνω 4. εγκαθιστώ κάποιον κάπου 5. επιτρέπω σε κάποιον να υπάρξει 6. μέσ. κυριώνομαι α) καθίσταμαι έγκυρος β)… …   Dictionary of Greek

  • μέιζερ — (maser). Διάταξη ικανή να εκμεταλλευτεί ένα φυσικό φαινόμενο, ενισχύοντας ή παράγοντας ηλεκτρομαγνητικά κύματα μέσω της εξαναγκασμένης εκπομπής ακτινοβολίας μοριακών ή ατομικών συστημάτων. Ο όρος προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων της αγγλικής… …   Dictionary of Greek

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”